μακύνω

μακύνω
μακύνω (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μηκύνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”